- αὐτοπάθεια
- αὐτοπάθειαone's own experiencefem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αὐτοπαθείᾳ — αὐτοπαθείᾱͅ , αὐτοπάθεια one s own experience fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυτοπάθεια — η (Α αὐτοπάθεια) [αυτοπαθής] νεοελλ. 1. το παθαίνει κανείς κάτι από τον ίδιο τον εαυτό του 2. η ιδιότητα ορισμένων λέξεων (κυρίως αντωνυμιών και ρημάτων) να δηλώνουν ότι η ενέργεια του υποκειμένου επιστρέφει στο ίδιο το υποκείμενο αρχ. η… … Dictionary of Greek
αὐτοπαθείας — αὐτοπαθείᾱς , αὐτοπάθεια one s own experience fem acc pl αὐτοπαθείᾱς , αὐτοπάθεια one s own experience fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπαθειῶν — αὐτοπάθεια one s own experience fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπάθειαι — αὐτοπάθεια one s own experience fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπάθειαν — αὐτοπάθεια one s own experience fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αέλιοι — ἀέλιοι και αἰέλιοι, οι (AM) βαθμός συγγενείας μεταξύ ανδρών, τών οποίων οι σύζυγοι είναι αδελφές σύγγαμπροι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ΙΕ ρίζα *swe , που δηλώνει αυτοπάθεια, πρβλ. ελλ. ἕ (= ἑαυτόν, ήν, ό), με θεματ. επαύξηση l , *swe > *sweli > ἕλιοι,… … Dictionary of Greek
αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… … Dictionary of Greek
ε — (I) (Μ ἔ) επιφών. εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!») 2. θαυμασμό 3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου!») νεοελλ. 1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!») 2. κλήση («ε!… … Dictionary of Greek
μόνος — η, ο (ΑΜ μόνος, η, ον, Α επικ. και ιων. τ. μοῡνος, η, ον, δωρ. τ. μῶνος, η, ον) 1. αυτός που υπάρχει ή γίνεται χωριστά από άλλους, χωρισμένος από άλλους, μοναχός (α. «θα πάω μόνη διακοπές» β. «μοῡνος ἐὼν πολέσιν μετὰ Καδμείοισιν», Ομ. Ιλ.) 2.… … Dictionary of Greek